- πρωτοπασχίτες
- οι, Νεκκλ. ονομασία μερίδας χριστιανών τών πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων που γιόρταζαν το Πάσχα πριν από την εαρινή ισημερία ακολουθώντας την παράδοση τών Ιουδαίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + Πάσχα + επίθημα -ίτης].
Dictionary of Greek. 2013.